- Θεοδεβέρτος
- Βλ. λ. Θεοβέρτος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Θεοβέρτος ή Θεοδεβέρτος — (ThibertTheodebert). Όνομα Φράγκων βασιλιάδων της Αυστρασίας. 1. Θ. Α’ (495 ή 505 – 547; μ.Χ.). Βασιλιάς της Αυστρασίας (533; 547;). Ήταν γιος του Θεοδώριχου Α’ και εγγονός του Φράγκου βασιλιά Κλόβη Α’. Διακρίθηκε ως στρατιωτικός ηγέτης, πριν… … Dictionary of Greek
Γασκονία — (Gascogne). Γεωγραφική περιοχή στο νοτιοδυτικό άκρο της Γαλλίας, ανάμεσα στα Πυρηναία του Ατλαντικού και στον ποταμό Γαρούνα, ο οποίος την ορίζει από τα Α και τα Β. Στο έδαφος της Γ. απλώνονται οι νομοί Λαντ, Ζερ και Άνω Πυρηναία, καθώς και τα… … Dictionary of Greek